ΠΗΓΗ:
ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΛΑΤΙΝΟΚΡΑΤΙΑΣ
Η κρίση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στα τέλη της δωδέκατης εκατονταετηρίδας και την αρχή της δέκατης τρίτης ολοκληρώθηκε με την επιδρομή και τις λεηλασίες των Σταυροφόρων της Δ΄ Σταυροφορίας, η οποία ξεκίνησε με σκοπό την απελευθέρωση της Αγίας Πόλης των Ιεροσολύμων από τους «απίστους», κατέληξε όμως να αλώσει την Κωνσταντινούπολη το 1204, να διαλύσει την Βυζαντινή Αυτοκρατορία και να εγκαθιδρύσει μια Λατινική Αυτοκρατορία. «Βουργούνδιοι , Φλαμανδοί και Λομβαρδοί ευγενείς, Γερμανοί ιππότες, βάρβαροι τυχοδιώκτες, στρατιώτες από την Καταλωνία και τη Ναβάρρα , Φλωρεντινοί τραπεζίτες, Ναπολιτάνοι αυλικοί, πολυμήχανοι Βενετσιάνοι και Γενουάτες μεγαλέμποροι, και τέλος όχι μικρότερο πλήθος ευγενών κυριών, που κατάγονταν από τις αρχαιότερες οικογένειες της Γαλλίας και, που, μαζί με τους Έλληνες άρχοντες και δουλοπάροικους, συγκρότησαν τα πρόσωπα του ρομαντικού δράματος που παίχτηκε στο θέατρο που λέγεται Ελλάς, διακόσια πενήντα χρόνια» (42) συντελώντας σε μια ανεπανόρθωτη τραγωδία. Πρωταγωνιστές της ήταν ήδη, από το 1190, ο Πάπας Ιννοκέντιος ο Γ΄, ο Ερρίκος Ντάντολο , δόγης της Βενετίας, ο Βαλδουίνος κόμης της Φλάνδρας, ο Βονοφάτιος , μαρκήσιος του Μομφερράτου και άλλοι τιτλούχοι της Δύσης.
Η Αυτοκρατορία διαμελίστηκε και το βασίλειο της Θεσσαλονίκης παραχωρήθηκε στον Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό , ο οποίος το φθινόπωρο του 1204 ξεκίνησε για να κατακτήσει τις περιοχές που του παραχωρήθηκαν. Η Βοιωτία, και ιδιαίτερα η Θήβα, ταλαιπωρημένη από την καταπιεστική πολιτική της οικογένειας των Σγουρών, υποδέχθηκε σχεδόν με ανακούφιση τον κατακτητή, ο οποίος συνέχισε ανενόχλητος το δρόμο του προς την Αθήνα.
Η Βοιωτία με κέντρο τη Θήβα, η Αττική με κέντρο την Αθήνα, η Μεγαρίδα , οι οχυρές πόλεις του Άργους και της Ναυπλίας, καθώς και η Οπουντιακή Λοκρίδα, έγιναν Δουκάτο, το οποίο παραχωρήθηκε από τον Βονιφάτιο στον έμπιστο συνεργάτη του Όθωνα ντε λα Ρος , που έλαβε τον τίτλο του «Δούκα Αθηναίων και Θηβαίων». Το Δουκάτο εξυπηρετείτο από τέσσερα λιμάνια για τη διεξαγωγή του εμπορίου, τον Πειραιά, τη Ναυπλία, την Αταλάντη και τη Λιβαδόστρα , κοντά στα αρχαία Λεύκτρα της Βοιωτίας.
Δεν γνωρίζουμε ακριβώς τη θέση της πρώτης έδρας του Δούκα Όθωνα ντε λα Ρος . Ο διάδοχός του όμως, Γουίδων , είχε την Αυλή του στη Θήβα, που ήταν η σημαντικότερη πόλη της επικράτειάς του. Στην Ακρόπολη των Αθηνών και στην Καδμεία των Θηβών εγκαταστάθηκε φρούραρχος ως στρατιωτικός διοικητής. Και στις δύο πόλεις ενθρονίστηκαν Λατίνοι Αρχιεπίσκοποι, ενώ οι Ορθόδοξοι Μητροπολίτες Μιχαήλ Ακομηνάτος των Αθηνών και ο Μανουήλ των Θηβών πήραν το δρόμο της εξορίας. Το ίδιο συνέβη και με τους λοιπούς Ορθοδόξους επισκόπους, κληρικούς και μοναχούς, καθώς και με πλήθος πιστών. Αντίθετα, τιμήθηκε ιδιαίτερα ο λατινικός κλήρος και η εκκλησία τους. Ο Όθων ντε λα Ρος μάλιστα, παρακάλεσε με επιστολή του τον Πάπα της Ρώμης να διορίσει καθολικό ιερέα σε κάθε κάστρο και πόλη της κυριαρχίας του και πρόσφερε το αξιόλογο βοιωτικό φρούριο της Λιβαδειάς ως τιμάριο στην Αγία Έδρα. Ιερατικά τάγματα και μοναχοί της Δύσης οικειοποιήθηκαν περιοχές και μοναστήρια. Το περίφημο μοναστήρι του Οσίου Λουκά δόθηκε στον ηγούμενο και τους ιερείς του Παναγίου Τάφου. Οι ιππότες του Αγίου Ιωάννη (Τάγμα των Ιωαννιτών ) απέκτησαν ιδιοκτησίες κοντά στη Θήβα και οι Ναίτες την Εκκλησία της Αγίους Λουκίας έξω από τη Θήβα (μάλλον πρόκειται για το ναό του Ευαγγελιστή Λουκά).
Ο Όθων ντε λα Ρος έφυγε το 1215 με τη οικογένειά του για τη Βουργουνδία. Ο διάδοχός του Γουίδων ο Ι κληρονόμησε την μισή πόλη της Θήβας, όπου και εγκαταστάθηκε. Η άλλη μισή ανήκε, μετά το γάμο της ανιψιάς του Όθωνα, στο Βελά ντρε Σαντομέρ , φλαμανδικής καταγωγής, που έδωσε και το όνομά του στον πύργο των Θηβών. Έτσι η Θήβα, ως πρωτεύουσα δύο σημαντικών και συγγενικών οικογενειών, γνώρισε μεγάλη λαμπρότητα.
Το έτος 1263 απεβίωσε ο Γουίδων ο Ι και άφησε στο μεγαλύτερο γιο του Ιωάννη όχι μόνο ένα δουκικό τίτλο, αλλά και ένα κράτος που ήταν περισσότερο ανεπτυγμένο από τα υπόλοιπα στην Ελλάδα. Επειδή ο γιος του, Γουίδων ΙΙ, ήταν ακόμη ανήλικος, ανέλαβε την αντιβασιλεία η Ελληνίδα μητέρα του Ελένη, κόρη του Δούκα της Νέας Πάτρας. Στη διοίκηση του Μοριά ορίσθηκε ο μεγάλος Θηβαίος άρχοντας Νικόλαος ΙΙ ντε Σαιντ - Ομέρ . Αυθέντης της μισής Θήβας, όπως ο πατέρας του πριν από αυτόν, έχτισε το περίφημο κάστρο Σαντομέρ επάνω στη Καδμεία, από το οποίο σώζεται μόνον ένας πύργος στην αυλή του Μουσείου. Ήταν το «ωραιότερο βαρωνικό μέγαρο της Ρωμανίας «στολισμένο με περίφημες τοιχογραφίες και φημισμένο για τις γιορτές και τις πολυτελείς σε αυτό εκδηλώσεις. Κατά το Χρονικό του Μορέως: « ἀπό τοῦ πλούτου τοῦ πολλοῦ , τήν ἀφεντίαν ὅπου εἶχεν τό κάστρο του Σαιντ - Ὀμερίν , ὅπου ἦταν εἰς τήν Θήβαν ἐποίησε καί ἔχτισε αὐτό τό κάστρο ἀφιρόν εἰς σφόδρα» (43) .
Στις 5 Οκτωβρίου 1308 ο τελευταίος Δούκας ντε λα Ρος , ο « καλοδούκας », όπως λεγόταν ο Γουίδων ΙΙ πέθανε στη Θήβα και ενταφιάσθηκε στη Μονή Δαφνίου .
Τον διαδέχθηκε ο Βάλτερ ντε Μπριέν , κόμης του Λέτσε της Ιταλίας. Ο ντε Μπριέν είχε ζήσει στη θηβαϊκή αυλή αρκετό καιρό, γιατί ο πατέρας του χρημάτισε κηδεμόνας του Γουίδωνα ΙΙ. Στις 15 Μαρτίου 1311 αναμετρήθηκε στον κάμπο της Κωπαΐδος με τους επιδρομείς Καταλανούς (44) . Δεν έμεινε ζωντανός κανένας Φράγκος αρχηγός για να αμυνθεί. Το άνθος των ιπποτών της Δύσης έπεσε στο πεδίο της μάχης και το Δουκάτο των Αθηνών και των Θηβών καταστράφηκε από τις λανθασμένες εκτιμήσεις και την αλαζονεία του Βάλτερ ντε Μπριέν (45) .
Οι νικητές ανενόχλητοι κυρίευσαν τη Θήβα, την Αθήνα, τη Φωκίδα, την Υπάτη και διάλεξαν για διοικητικό και στρατιωτικό τους κέντρο τη Λιβαδειά, λόγω του επιβλητικού και απόρθητου κάστρου της που δέσποζε στην περιοχή (46).
Οι Καταλανοί κυριάρχησαν μέχρι το 1380, οπότε εμφανίσθηκαν οι μακροχρόνιοι εχθροί τους, οι Ναβαρραίοι που διεκδικούσαν τα εδάφη των καταλανικών κτήσεων στην ηπειρωτική Ελλάδα. Το κάστρο της Λιβαδειάς κατακτήθηκε και έμεινε στα χέρια των Ναβαρραίων μέχρι το 1394, χρονολογία κατά την οποία περιήλθε στον Φράγκο Αντόνιο Ατζαγιόλη σύμφωνα με τη διαθήκη του πατέρα του: « κληροδοτοῦμεν εἰς τόν υἱόν ἡμῶν Ἀντώνιον ( νόθον ) τό φρούριον τῆς Λεβαδείας μεθ ' ὅλων τῶν παραρτημάτων καί ἐξαρτημάτων του μετά παντός, ὅ,τι ἀνήκει ἡμῖν ἐκεῖθεν τῆς Λεβαδείας . Θέλομεν δε ὅπως ἔχῃ τό δικαίωμά του νά νέμηται καί διοικῇ αὐτό ἐκ τῆς πόλεως τῶν Θηβῶν » (47) .
Κατά την ταραγμένη αυτή περίοδο των δυόμισι περίπου αιώνων στη Βοιωτία οι Έλληνες θεωρούνταν κατώτερη φυλή ανθρώπων. Δεν διέθεταν αστικά δικαιώματα και δεν επιτρεπόταν να είναι κύριοι της περιουσίας τους. Ακόμη και μετά το θάνατο ενός ιδιοκτήτη ήταν δυνατό και θεμιτό να παρέμβει τρίτος στην ιδιοκτησία του και να την αφαιρέσει από το νόμιμο κληρονόμο. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τελούσε καθ' όλη τη διάρκεια της Λατινοκρατίας υπό διωγμό, σε αντίθεση με την κυρίαρχη λατινική.
Σε μια τέτοια ατμόσφαιρα ενός απάνθρωπου φεουδαρχικού συστήματος ήταν φυσικό να ανασταλεί η μεγάλη πολιτιστική δημιουργία της βυζαντινής ακμής. Οι διωκόμενοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί αναζήτησαν ως τόπους λατρείας τους τα σπήλαια, τα όρη και τις οπές της γης. Πολλά σπήλαια της Κωπαΐδος , που δημιουργήθηκαν από τα νερά της λίμνης, διαμορφώθηκαν σε ναούς. Σε μερικούς από αυτούς υπάρχουν άριστα δείγματα αγιογραφίας, όπως στα σπήλαια του Αγίου Βλασίου ή της Ζωοδόχου Πηγής, του Αγίου Νικολάου κα της Αγίας Τρίτης.
Από τα μνημεία της εποχής διακρίνεται ο ναός του Αγίου Γεωργίου στο Ακραίφνιο που έκτισε ο Φλαμανδός ιππότης Αντόνιο ντε Φλάμα , αφέντης της Καρδίτσας (σημερινό Ακραίφνιο ) ως εκδήλωση ευγνωμοσύνης για τη σωτηρία του στην μάχη της Κωπαίδας το 1311. Τα υπόλοιπα έργα είναι κυρίως οχυρωματικά, κάστρα και φρούρια, εκ των οποίων σπουδαιότερα είναι το κάστρο Σαντομέρ στη Θήβα, το κάστρο της Λιβαδειάς, καθώς και πολλοί πύργοι στην υπόλοιπη επαρχία.
Η οικογένεια Ατζαγιόλη διοίκησε το Δουκάτο μέχρι το 1460, όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν την Αττική και τη Βοιωτία. Ο τελευταίος αυθέντης των Θηβών « εστραγγαλίσθη ». Μια νέα περίοδος σκλαβιάς των Ελλήνων, της τουρκικής, έχει ήδη αρχίσει.
--------------------------------------------------------------------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(42) W . Miller , Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα 1204-1566, Αθήναι 1960, σ. 31 κ.ε.
(43) Οπ . π., σ. 219, σημ. 16.
(44) Οι Καταλανοί ήταν μισθοφόροι πολεμιστές από την Βαρκελώνη της Ισπανίας και η εκστρατεία τους κατά της Ελλάδος κατά τον 14 ο αι., αποδείχθηκε τόσο καταστροφική, όσο και η Δ΄ Σταυροφορία για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη στις αρχές του 1303 και χρησιμοποιήθηκαν από τους αυτοκράτορες Ανδρόνικο ΙΙ και Μιχαήλ ΙΧ για την αντιμετώπιση των Σελτζούκων Τούρκων. Μετά την απομάκρυνσή τους από την Κωνσταντινούπολη πολιόρκησαν την Θεσσαλονίκη, λεηλάτησαν την ύπαιθρο και έφθασαν στη Βοιωτία το 1310. Ο Δούκας των Αθηνών και Θηβών Βάλτερ ντε Μπριέν κατόρθωσε με αυτόν τον τρόπο να γίνει κύριος των φρουρίων στο Ζητούνι, την Δημητριάδα, τον Δομοκό, τον Αλμυρό και ανάγκασε τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου και τη Δέσποινα της ʼρτας να συνθηκολογήσουν. Ο Δούκας ντε Μπριέν όμως, μετά τις νίκες του, περιφρόνησε τους Καταλανούς , δεν εξεπλήρωσε τις υποσχέσεις και προσπάθησε να τους διασπάσει με δόλιο τρόπο. Αποτέλεσμα των ενεργειών αυτών, όπως αναφέρει ο Νικηφόρος Γρηγοράς , ήταν η σύγκρουση στο Θούριο της Κωπαΐδας , όπου οι Καταλανοί νίκησαν κατά κράτος τους Φράγκους το 1311.
(45) W . Miller , οπ . π. σ. 294 κ.ε.
(46) Ο Φραντζίσκο ντε Μονκάδα , επιφανής συγγραφεύς, γεννημένος το 1580 στη Βαρκελώνη, που έζησε κοντά στο βασιλιά της Ισπανίας Φίλιππο Δ΄ , περιγράφει τη μάχη ως εξής: «Στο στρατό μας υπήρχαν τρεις χιλιάδες ιππείς και τέσσερις χιλιάδες πεζοί
την πρώτη μέρα εγκαταστάθηκαν στην πεδιάδα της Κωπαΐδας , όπου υπήρχε μεγάλη τάφρος, που τους χρησίμευε πολύ για την καταστροφή του εχθρού. Το χόρτο εκεί στην πεδιάδα ήταν πολύ ανεπτυγμένο, ίσα με μια πιθαμή, αρκετό για να σκεπάζει τα νερά. ʼνοιξαν την τάφρο και πλημμύρισαν τα χωράφια, αφού έκριναν πως από εκεί θα περνούσε το εχθρικό ιππικό, για να κάνει τις πρώτες εφόδους του. ʼφησαν όμως και μερικά περάσματα στεγνά ώστε, όταν θα χρειαζόταν, να μπορέσουν να χτυπήσουν στα σίγουρα. Ο Δούκας κατέφθασε την άλλη μέρα, με όλο του το στρατό, τόσο σπουδαίο, ώστε δεν λογάριασε καθόλου τις ικανότητες του εχθρού
. Με την πρώτη ομάδα της εμπροσθοφυλακής προχώρησε για να κυκλώσει το ιππικό, που βρισκόταν από το άλλο μέρος του πλημμυρισμένου κάμπου και καθώς έτρεχε το ιππικό χώθηκε εκεί ανάμεσά τους δίχως να το καταλάβει, ενώ την ίδια ώρα όρμησαν οι αλμογάβαροι με τα ακόντιά τους και τα σπαθιά τους και έπεσαν πάνω στο ιππικό. Οι ιππείς με τα σιδερικά φορτωμένοι, κυλιόνταν κιόλας μέσα στο βούρκο με τα άλογά τους. Ο Δούκας ήταν από τους πρώτους που θανατώθηκε. Η μάχη ήταν τρομερή και αιματηρή, γιατί μιας και είχε πεθάνει ο Δούκας και είχε κολλήσει στο βούρκο το ιππικό, έγινε μεγάλη σύγχυση στο εχθρικό στρατόπεδο, έτσι που τελικά κατάφεραν να τους καταστρέψουν. Δημ . Πάνου, Οι Καταλανοί στη Βοιωτία , Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Λεβαδείας , 1994, σ. 38.
(47) Δ. Πάνου, οπ . π., σ. 38.