Η τελετή του γάμου μας έλαβε χώρα τον Μάιο του 2005.
Ούσα (η σύζυγος) κατά το ήμισι, ήτοι εκ του πατρός της, λατινοαμερικάνα και δη εκ της νήσου του Αγίου Δομινίκου και τη Δομινικανή δημοκρατία, κρίναμε καλό το γαμήλιο ταξίδι να γίνει εκεί.
Κλείσαμε λοιπόν μέσω internet και μέσω ενός ισπανικού τουριστικού πρακτορείου ένα πακέτο all inclusive σε πραγματικά εξευτελιστική τιμή (περίπου € 600 το άτομο για 6-7 ημέρες μαζί με τα αεροπορικά εισιτήρια προς και από τον Άγιο Δομίνικο).
Πετάξαμε λοιπόν με την Ολυμπιακή στη Μαδρίτη, όπου διανυκτερεύσαμε και την επόμενη πήραμε το αεροπλάνο για τον τελικό προορισμό μας.
Η πτήση ήταν πολύ καλή και διάρκεσε 7-8 ώρες, αλλά όταν φτάσαμε στον προορισμό μας ο καιρός ήταν άσχημος, οι αναταράξεις πολλές και η βροχή έντονη. Έντονα ήταν και τα χειροκροτήματα προς τον πιλότο που προσγείωσε το αεροπλάνο με ασφάλεια.
Το διεθνές αεροδρόμιο πέραν των χώρων αναμονής που θύμιζαν κάτι από ευρώπη (και τους οποίους γνωρίσαμε μόνο κατά την αναχώρησή μας), απαρτιζόταν από ξύλινα κτίσματα με καλαμένιες - αχυρένιες σκεπές. Η βίζα μας εκδόθηκε κάτω από ένα τέτοιο κτίσμα, οι δε αποσκευές μας έγιναν λούτσα, καθώς ο διάδρομος ήταν κομματάκι εκτεθειμένος στη βροχή, η δε βιντεοκάμερά μου έγινε κομμάτια, αφού τα παιδιά που χειρίστηκαν τις βαλίτσες δεν ήταν ιδιαίτερα τρυφερά μαζί τους.
Με αυτά και μ' αυτά, φτάσαμε σε ένα μεγάλο τουριστικό συγκρότημα (ιδιοκτησίας ισπανικής εταιρείας - συγκρατήστε ότι ΟΛΑ τα ξενοδοχειακά συγκροτήματα ανήκουν σε Ισπανούς, Γερμανούς και Αμερικάνους), λίγο παλιό, αλλά αξιοπρεπές (το διπλανό ανακαλύψαμε αργότερα ότι ήταν απλά τεράστιο και μέσα στη χλιδή) και εγκατασταθήκαμε στο κατάλυμά μας.
Από την επόμενη ημέρα αρχίσαμε τις εκδρομές, καθώς δεν είναι δυνατόν να κάνουμε ένα τόσο μεγάλο ταξίδι και να ξοδέψουμε όλες τις ημέρες μας στην πισίνα του ξενοδοχείου και την καταπληκτική παραλία του, με την άσπρη άμμο, τους ψηλούς φοίνικες και με τη θέα στον απέραντο Ατλαντικό . Ένα ζευγάρι λεσβίες από την Ισπανία που έτυχε να γνωρίσουμε (μην πάει το μυαλό σας στο πονηρό) έμειναν καρφωμένες στο ξενοδοχείο μέχρι που γυρίσαμε πίσω. Τα όσα προσέφερε μέσα στην τιμή το ξενοδοχείο άλλωστε μπορούσαν να σε κρατήσουν μέσα (Γυμναστική στην πισίνα, μαθήματα χορού Merenge, Salsa, Bachata, εκδηλώσεις σε ένα θεατράκι του ξενοδοχείου το βράδι, απεριόριστο φαΐ και ποτό στα όμορφα θεματικά εστιατόρια κλπ)
Πήγαμε λοιπόν στην πρωτεύουσα και είδαμε το σπίτι του Κολόμβου, την παλιά πόλη, τον πρώτο καθεδρικό ναό της αμερικάνικης ηπείρου, τη βουλή (που είναι αντίγραφο του Λευκού Οίκου), ένα τεράστιο μνημείο λίγο έξω από την πόλη, πήγαμε στο ενυδρείο, σε ένα σπήλαιο, φάγαμε σε ένα ταβερνάκι όπου ένα ζευγάρι μας χόρεψε παραδοσιακούς χορούς, επισκεφτήκαμε ένα Α-ΠΙ-ΣΤΕΥ-ΤΟ νησάκι (Saona) με οργιώδη βλάστηση και παραλία βγαλμένη από κινηματογραφική ταινία, ένα όμορφο θεματικό χωριό, κάναμε ιππασία σε ένα ράντσο, μάθαμε για τη σοκολάτα και τον καφέ σε ένα αγρόκτημα δίπλα σε ένα ποτάμι. κλπ.
Οι άνθρωποι είναι φιλικοί και πραγματικά ήρεμοι, με ρυθμούς που θυμίζουν μάλλον τους ρυθμούς της ελληνικής επαρχίας (και βραδύτερους).
Οι δρόμοι είναι χάλια, οι οδηγοί (ειδικά ο Toni που οδηγούσε το δικό μας λεωφορείο) κομμάντο αυτοκτονίας και ευτυχώς Ο Θεός έβαλε το χέρι του και ζούμε ακόμα...
Η θερμοκρασία καρφωμένη στα ανεκτά επίπεδα των 32 - 35 βαθμών Κελσίου (παρότι το νησί βρίσκεται στη τροπική ζώνη του ισημερινού). Ο καιρός άστατος (βλ. Ατλαντικός - Gulf Stream), καθώς εκεί που βλέπεις ήλιο, εκεί σου έρχεται μία δεκάλεπτη νεροποντή (μιλάμε για νερό) και μετά πάλι ήλιος. Από Αύγουστο και μετά δε, κυκλοφορούν αδέσποτοι κυκλώνες.
Στα ενδιάμεσα των εκδρομών (και κρατήστε το περιστατικό), το λεωφορείο σταματούσε σε κάποια τοπικά μαγαζιά, προκειμένου οι τουρίστες να αγοράσουν πούρα (απίθανα) και διάφορα είδη λαϊκής τέχνης (πήλινα αγαλματάκια, πίνακες κλπ) αφού πρώτα κάνουν τα απαραίτητα παζάρια με τους πωλητές.
Με λίγα λόγια αντίκρισα μία χώρα με καλούς ανθρώπους, απίθανες φυσικές ομορφιές και πολύ φυσικό πλούτο, καθώς στα εύφορα εδάφη του νησιού παράγονται τεράστιες ποσότητες ζαχαροκάλαμου (το ρούμι τους είναι απίθανο ακόμα και για ένα άσχετο στα ποτά όπως είμαι εγώ), καπνού (τα πούρα τους είναι ισάξια χωρίς υπερβολή με τα κουβανέζικα), κακάου, τροπικών φρούτων κλπ, ενώ και το υπέδαφος είναι απ' όσα έμαθα πλούσιο σε μετάλλευμα.
Κι όμως η χώρα είναι τόσο φτωχή (το άλλο κράτος του νησιού η Αϊτή είναι το φτωχότερο κράτος του κόσμου και πρόσφατα του χαρίστηκε χρέος περί τα $ 1,5 δις) .
Κάναμε όμως και 2 εκδρομές που άλλαξαν τον τρόπο με τον οποίο βλέπω τον κόσμο...
Οι άλλες δύο εκδρομές (για ευκολία στον αναγνώστη θα παρουσιαστούν σαν μία) που πραγματοποιήσαμε είχαν να κάνουν με την "εξερεύνηση" των τροπικών περιοχών του νησιού.
Πήραμε λοιπόν τους επαρχιακούς δρόμους. Μεγάλοι σε γενικές γραμμές. Πολλοί χωμάτινοι, πολλοί με άσφαλτο, εμφανώς παλαιοί, με πολλά μπαλώματα αλλά και πολλές ανοιχτές τρύπες.
Κάποιες γέφυρες που έτυχε να περάσουμε ήταν τόσο στενές που χώραγε μόνο ένα αυτοκίνητο και έπρεπε να υπάρξει συνεννόηση μεταξύ των αυτοκινήτων των δύο πλευρών. Κάποιες από αυτές ήταν φτιαγμένες από τσιμέντο, ενώ κάποιες άλλες μεταλλικές ήταν 100% γέφυρες που θα μπορούσε να είχε χαρίσει στο κράτος το Μηχανικό Σώμα στρατού της Ελλάδας (πιστεύω ότι μπορείτε να φανταστείτε τις μεγάλες λαμαρίνες να χτυπάνε και να τρίζουν).
Σε κάποιο σημείο εκεί που έπρεπε να υπάρχει γέφυρα δεν υπήρχε και η νεροποντή που έπεσε πριν από 10 λεπτά φούσκωσε ένα μικρό χείμμαρο και τα νερά του πλημμύρισαν το δρόμο. Οι πεζοί αναγκάστηκαν να μπούν μέχρι το στήθος μέσα στο νερό για να περάσουν από την άλλη μεριά του δρόμου, το δε λεωφορείο μας αναγκάστηκε να μπει μέσα στα νερά, τα οποία περάσανε και μέσα στην καμπίνα. Το είδαμε λίγο σαν περιπέτεια, αλλά θα μπορούσαμε να έχουμε άσχημα ξεμπερδέματα.
Περνώντας το εμπόδιο του πλημμυρισμένου δρόμου, ακολουθήσαμε μία ανηφορική πορεία και φτάσαμε σε μία περιοχή με ένα μεγάλο χωματόδρομο διάσπαρτο με λακκούβες πλημμυρισμένες από νερό, να εκτείνεται μπροστά μας για αρκετά χιλιόμετρα ανάμεσα σε απαλές λοφοπλαγιές με χωράφια μάλλον αναξιοποίητα, πλην όμως με πυκνή βλάστηση (μη με ρωτάτε τι είδους βλάστηση είδα - μάλλον μπανάνες, μάγκο, αβοκάντο, πιθανόν κακαόδεντρα και κάποια άλλα είδη που δεν κατέχω).
Η πρώτη στάση ήταν σε ένα σχολείο στη μέση του πουθενά.
Το κτίσμα ήταν παλαιό. Ο προαύλιος χώρος μέσα στη λάσπη, ενώ αν θυμάμαι καλά (έχουν περάσει και 4 χρόνια πια) κυκλοφορούσαν και κότες, γάτες και σκυλιά τριγύρω.
Το μάθημα σταμάτησε για τους τουρίστες.
Εγώ προσωπικά έχοντας στο μυαλό μου μια εικόνα ιερότητας για την ώρα της διδασκαλίας δεν κατάλαβα γιατί έπρεπε να σταματήσει ένα μάθημα για μία χούφτα μάλλον αδιάφορους τουρίστες. Άλλωστε τι παραπάνω θα έβλεπα από μία τάξη ενός σχολείου με το δάσκαλο και τους μαθητές του;
Μπήκαμε μέσα στην τάξη. Η απ' έξω λασπουριά συνεχιζόταν και μέσα και μάλλον δεν υπήρχε ηλεκτρικό φως, οι μαθητές λίγοι. Οι τουρίστες (Ισπανοί και Πορτογάλοι - εμείς ήμασταν η μόνη εξαίρεση) κοίταγαν περίεργοι και βγάζαν φωτογραφίες γεγονός που με εκνεύρισε λίγο. Αφού τελείωσε η ξενάγηση, ο ξεναγός μας μας πρότεινε να βοηθήσουμε το σχολείο αγοράζοντας καπελάκια με τυπωμένο το όνομά του έναντι 3-4 δολαρίων.
Η όλη εικόνα του σχολείου, η αίσθηση που μου δημιουργήθηκε ότι οι τουρίστες αντιμετώπιζαν τα παιδάκια του σχολείου σαν ιθαγενείς και η (επί της ουσίας) επαιτεία του δασκάλου προς όφελος (;) των μαθητών του, με έθλιψαν πολύ.
Επόμενος σταθμός ένα μικρό αγρόκτημα στις όχθες ενός μικρού ορμητικού ποταμού.
Οι κατοικίες των εργατών πρόχειρες παράγκες από σανίδες.
Το πρόγραμμα περιλάμβανε το μεσημεριανό μας φαγητό. Ο ξεναγός μας, μας έβαλε να καθίσουμε σε ένα ξύλινο υπόστεγο. Αφού φάγαμε, άρχισε να μας αναλύει πως φτιάχνεται η σοκολάτα από το κακαόδεντρο και ο καφές. Μας έδειξε χειροκίνητες μηχανές άλεσης καρπών κακάο και καφέ και μας πούλησαν πλαστικά βαζάκια με φρέσκο κακάο και καφέ.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής μας εκεί, έπεσε άλλη μία δυνατή δεκάλεπτη νεροποντή και η γυναίκα μου μου πρότεινε να μην πάω κοντά στο ποτάμι, καθώς ενδέχεται να φουσκώσει λόγω της νεροποντής, ενώ μου ανέφερε ότι πάρα πολλοί άνθρωποι που ζούν σε τέτοιου είδους φυτείες και παραγκουπόλεις πνίγονται κάθε χρόνο από τέτοιου είδους ποτάμια που υπερχειλίζουν από τις τροπικές νεροποντές.
Η επόμενη στάση μας ήταν η πιο εντυπωσιακή:
Το λεωφορείο συνέχισε να κινείται σε χωματόδρομο και βρεθήκαμε σε μία τεράστια καταπράσινη πεδιάδα η οποία γέμισε ολόκληρο το οπτικό μας πεδίο. Προσεγγίζοντας τη φυτεία, ο ξεναγός μας ενημέρωσε ότι πρόκειται για φυτείες ζαχαροκάλαμου.
Εντυπωσιάστηκα από την έκταση της φυτείας, από το γεγονός ότι ανά διαστήματα υπήρχαν σιδηροδρομικές γραμμές προκειμένου να μεταφερθεί η σοδειά με βαγόνια, ενώ παρατήρησα ότι σε διάφορα σημεία της γραμμής υπήρχαν φορτωτικοί γερανοί (μία μικρογραφία αυτών που θα συναντήσει κανείς στους προβλήτες των εμπορικών λιμανιών), γεγονός το οποίο μου έδωσε να καταλάβω το τεράστιο μέγεθος της παραγωγής.
Προχωρήσαμε μέσα στην απέραντη φυτεία, μέχρι που φτάσαμε σε κάτι άθλια (με όλη τη σημασία της λέξης) παραπήγματα, όπου διέμεναν οι εργάτες. Το ιδιαίτερα μαύρο χρώμα της επιδερμίδας τους με ξένισε καθώς οι μαύροι Δομινικανοί (περί το 15% του πληθυσμού, με 15% ακόμα λευκούς και 70% μιγάδες - όλα στο περίπου) έχουν ένα άλλο πιό "απαλό" μαύρο. Ο ξεναγός μας ανέφερε ότι πρόκειται για μετανάστες από τη γειτονική Αιτή (φημισμένη και ως πατρίδα του Βουντού), οι οποίοι φεύγουν από την εξαιρετικά άγονη πατρίδα τους, που είναι ίσως η πιό φτωχή χώρα του κόσμου, για να βρούν μια καλύτερη τύχη (!) στη Δομινικανή Δημοκρατία.
Την ώρα που μασουλάγαμε το ζαχαροκάλαμο που μας είχε δώσει ο ξεναγός μας, πλήθος από παιδάκια μας περικύκλωσαν και μας ζήταγαν επίμονα χρήματα, τσιγάρα, τα καπέλλα μας ή ό,τι άλλο μπορούσαμε να τους δώσουμε. Τους χάρισα το καπέλο που αγόρασα από το σχολείο και κάτι ψιλά. Κατόπιν, μαζευτήκαμε σε ένα σημείο μπροστά από τις τρώγλες των εργατών και κάποιοι από αυτούς μας χόρεψαν παραδοσιακούς χορούς, τους οποίους προφανώς έχουν μεταφέρει και εξελίξει με την πάροδο του καιρού από τον τόπο καταγωγής των σκλάβων προγόνων τους στην Αφρική.
Ο χορός δεν τράβηξε ιδιαίτερα την προσοχή μου. Τα μάτια μου επεξεργάζονταν το χώρο. Πίσω από το "μπαλέτο", διέκρινα καθισμένους στη "βεράντα" των κατοικιών κάποιους χωλούς ηλικιωμένους (θυμάμαι χαρακτηριστικά έναν μονόχειρα) να κοιτάζουν το θέαμα. Το βλέμμα τους δεν είχε αγωνία, απόγνωση ή οποιοδήποτε άλλο είδος συναισθήματος. Δεν ήταν βλέμμα ενός ταλαιπωρημένου από τη ζωή ανθρώπου. Ήταν το βλέμμα ενός νεκρού. Έτσι το αισθάνθηκα και πραγματικά συγκλονίστηκα.
Παρά το γεγονός ότι οι τουρίστες ήμασταν πολλοί, το πλήθος των αϊτινών εργατών, η εξαθλιωμένη εικόνα τους, τα άθλια παραπήγματά τους και η απομονωμένη τοποθεσία με έκαναν να αισθάνομαι έτοιμος να κλάψω, αλλά επίσης με έκανε να νιώθω και ιδιαίτερα άβολα, καθώς σκέφτηκα ότι αν ήμουν στη θέση τους, ίσως να ορμούσα να πιώ το αίμα των καλοζωισμένων λευκών κεφαλαιούχων. Κάτι τέτοιο δεν έγινε ευτυχώς, γιατί οι αϊτινοί εργάτες - σκλάβοι είναι πιό καλοί άνθρωποι από εμένα και με πιό αγνά αισθήματα από τα δικά μου.
Η καρδιά μου είχε σφυχτεί υπερβολικά από το περιστατικό.
Κατά την επιστροφή μας έπιασα τον ξεναγο μας και τον ρώτησα (ο διάλογος δεν είναι φανταστικός): Joel (όπερ μεθερμηνευόμενο Ιωήλ) σε ποιόν ανήκει αυτή η έκταση;
Joel: Όταν έγινε η επανάσταση στην Κούβα από τον Κάστρο και τον Τσε, ο κος Bacardi (τον ξέρετε όλοι) έφυγε από την πατρίδα του και ήρθε εδώ. Αρχικά του παραχωρήθηκε μία μικρή κρατική έκταση για να καλλιεργήσει το ζαχαροκάλαμο που χρειάζεται για να φτιάξει το περίφημο ρούμι του. Σιγά σιγά, δωροδόκησε, καταπάτησε, ξανα δωροδόκησε και ξανακαταπάτησε με αποτέλεσμα να έχει σήμερα στη διάθεσή του αυτή την τεράστια κρατική έκταση, χωρίς να έχει πληρώσει ποτέ το πραγματικό και δίκαιο μίσθωμα. Σα να μη φτάνει αυτό, δεν πληρώνει σπουδαίους φόρους, ενώ οι εργάτες που δουλεύουν στις εκτάσεις του, αμείβονται με $ 50 το μήνα, υπό τη μορφή κουπονιών από Super Market τα οποία ανήκουν στον Bacardi! (Σημ του συγγραφέα: Για κοινωνική ασφάλιση και τα τοιαύτα ούτε λόγος).
Το επόμενο θέμα που έθιξα στο Joel ήταν τα ξενοδοχεία.
Joel: Τα ξενοδοχεία ανήκουν όλα σε ξένες εταιρείες. Ισπανικές, γερμανικές και αμερικάνικες. Αυτές οι εταιρείες πηγαινοφέρνουν με τα δικά τους αεροπλάνα τους τουρίστες. Αυτές είναι που διοργανώνουν τις εκδρομές σαν αυτήν στην οποία συμμετέχετε τώρα, με δικά τους μεταφορικά μέσα χωρίς να συνεργάζονται με κάποιον ντόπιο τουριστικό πράκτορα. Από την άλλη τρομοκρατούν τον τουρίστα (έχοντας ένα μικρό δίκιο) ότι άν βγούν μόνοι τους έξω από το ξενοδοχείο θα τους κλέψουν - θα τους κάνουν θα τους ράνουν για να μένουν μέσα, ή να αγοράζουν τις δικές τους εκδρομές. Προσλαμβάνουν με ελάχιστο μισθό τους ξενοδοχοϋπαλλήλους, και από την άλλη μεριά, το μεγαλύτερο μέρος από τις προμήθειές τους τις αγοράζουν από τις πατρίδες τους και τίποτα από εδώ. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση πέρα από τους (χαμηλούς) μισθούς να πάνε χρήματα από τον τουρίστα στον ντόπιο. Όλα τα λεφτά πάνε σε αυτούς και πετάνε αμέσως έξω από τη χώρα. Η μόνη περίπτωση κάποια από τα χρήματά σας να πάνε σε ντόπιους είναι όταν θα σταματήσω εγώ την εκδρομή σε κανένα τοπικό μαγαζί λαϊκής τέχνης ή κατασκευής πούρων και αγοράσετε κανένα αναμνηστικό. Αλλιώς τίποτα.
Εγώ: Μα αυτή η κατάσταση είναι εξοργιστική. Εδώ μου μιλάς για ένα στραγγαλισμό του λαού.
Joel: Το πρόβλημα είναι ότι ναι μεν έχουμε δημοκρατία, όμως οι κυβερνήσεις είναι διεφθαρμένες και ελεγχόμενες από τις ΗΠΑ όπως ήταν και ο Τρουχίγιο (δικτάτορας πρίν όχι πολλά χρόνια), οπότε δεν υπάρχει τρόπος διεξόδου από το πρόβλημα. Η επανάσταση είναι η μόνη λύση, αλλά κι αυτή δεν είναι εύκολο να γίνει.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Μία βόλτα σε μία χώρα (επί της ουσίας) του τρίτου κόσμου (και ίσως όχι την ευρισκόμενη στην τραγικότερη κατάσταση), με έκανε να αναθεωρήσω την εικόνα που είχα για τον κόσμο και την κοινωνία μας. Αντίκρισα πρόσωπο με πρόσωπο την ανθρώπινη εκμετάλλευση και την εγκατάλειψη του πολίτη από την πολιτεία.
Από τη μία μεριά έδωσα Δόξα στο Θεό που ζω στην Ελλάδα, η οποία με τα όσα στραβά κι ανάποδα έχει, φαντάζει σαν παράδεισος μπροστά στη Δομινικανή Δημοκρατία (και αντίστοιχα στην Ινδία, την Κίνα, την Αφρική κλπ), αλλά από την άλλη σκέφτηκα "γιατί να μην έχουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι μία αξιοπρεπή ζωή"; Γιατί να πλουτίζουν υπέρμετρα κάποιοι άνθρωποι σε βάρος κάποιων άλλων και να τους καταδικάζουν να ζουν για μία ζωή μέσα στη στέρηση, την ανέχεια, την ανασφάλεια και την εκμετάλλευση; Δε μπορούμε να ζήσουμε αλλιώς;
Καταράστηκα το Δυτικό Πολιτισμό, αυτόν που λανθασμένα ο κος Στούπας και πολλοί άλλοι νομίζουν ότι έχει "δρομολογηθεί" από τον Πρωταγόρα, τον Αριστοτέλη και τον Ιησού Χριστό.
Καταράστηκα το κεφάλαιο και τους νόμους της αγοράς, γιατί δεν έχουν ηθική και δε νοιάζονται για τον άνθρωπο (γι αυτό θα με δείτε να σχολιάζω κάπως έντονα τα άρθρα του κυρίου Ανδριανόπουλου).
Ανησύχησα για την πατρίδα μου τα παιδιά μου (κι ας μην είχα τότε παιδιά) και το λαό μου, γιατί δε θέλω να καταντήσουμε έτσι (η φορά των πραγμάτων - κατά την άποψή μου - οδηγεί όμως εκεί με μαθηματική ακρίβεια).
Είδα που μπορεί να καταντήσει μία χώρα όταν οι πολιτικοί της είναι φερέφωνα του κεφαλαίου και των μεγάλων δυνάμεων και δεν εξυπηρετούν τα συμφέροντα του λαού τους και αποφάσισα να φωνάζω ενάντια σε κάθε ενέργεια των πολιτικών που θα μου γαργαλάει πρώτα το ένστικτο και μετά τη λογική, ότι δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της πατρίδας μου.
Αναρωτήθηκα. Μήπως το ισχύον κοινωνικό μοντέλο είναι λανθασμένο;
Πόσο χριστιανικό είναι το μοντέλο που βαυκαλιζόμενοι διακηρύττουμε ότι έχει χριστιανικά θεμέλια;
Πόσο δημοκρατικό είναι το μοντέλο που βαυκαλιζόμενοι διακηρύττουμε ότι έχει τα θεμέλια του στην άριστη αθηναϊκή δημοκρατία του χρυσού αιώνα του Περικλέους;
Έδωσα στον εαυτό μου τις εξής απαντήσεις:
- Η κοινωνία μας στηρίζεται στην αδικία και την εκμετάλλευση (που μόλις πιό πάνω σας περιέγραψα), στη σκλαβιά που παλιά ήταν θεσμοθετημένη και σήμερα είναι μασκαρεμένη με φιλελεύθερο προσωπείο.
- Η κοινωνία μας στηρίζεται στις αφανισμένες φυλές των ινδιάνων, στις ξερριζωμένες φυλές των αφρικανών, στα κομμένα χέρια των ανθρώπων του Κονγκό, στην απάνθρωπη εργασία των παιδιών στο Ιράν, το Ιράκ, την Ινδία, το Πακιστάν, την Κίνα, στο στραγγάλισμα του λαού της Δομινικανής Δημοκρατίας και της Αϊτής κλπ. Τα γνωρίζουμε όλα αυτά εμείς οι "πολιτισμένοι", αλλά δεν κάνουμε τίποτα γιατί μάλλον μας βολεύει να συνεχίσουν να παραμείνουν τα πράγματα ως έχουν. C'est la vie! Όλοι μας κλαίμε με τον Όλιβερ Τουίστ, αλλά αυτό είναι μία παλιά ιστορία. ΟΧΙ κύριε δεν είναι.
- Η κοινωνία μας διακηρήττει ότι "δεν υπάρχουν αιώνιες φιλίες, αλλά αιώνια συμφέροντα". Στηρίζεται στις ισορροπίες των όπλων προς όφελος των πολεμικών βιομηχανιών.
- Είναι απόλυτα δυιστική. Επιβάλει την ύπαρξη μόνο άσπρου και μαύρου. Υπάρχουν μόνο καλοί και κακοί. Εχθροί και φίλοι. Σωστό και λάθος. Αν μάλιστα δεν υπάρχουν αυτές οι δύο ομάδες σπεύδει να τις δημιουργήσει για να διαιωνίζεται η τρομοκρατία που ασκείται επί των απλών ανθρώπων, τους οποίους φροντίζει να εκπαιδεύει στο να τρομοκρατούνται και να είναι έρμαια στην κάθε τρομοκρατική διάθεση της άρχουσας τάξης.
- Η κοινωνία μας έχει σαν ιδανικό την ακόρεστη πλεονεξία - λαιμαργία. Την καρκινική διάθεση για συνεχή επέκταση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων (από τη μία) και για κατανάλωση από την άλλη.
Η δημοκρατία μας δεν είναι δημοκρατία, γιατί αποκλείει τη συμμετοχή (και μη μου πείτε ότι η ψήφος που δίνουμε μία φορά στα 4 χρόνια είναι ουσιαστική συμμετοχή). Είναι μία δικτατορία με δημοκρατικό μανδύα (και διαψεύστε με περί τουτου) που φροντίζει για την τεχνολογική εξέλιξη, αλλά όχι (ως όφειλε) και για την ηθική πρόοδο των πολιτών της.
Η δημοκρατία μας είναι μία βασιλεία σε υπολανθάνουσα κατάσταση, αφού επιτρέπει τη δημιουργία της κληρονομικό δικαιώματι διαδοχής της βουλευτικής έδρας, ή ακόμα και της αρχηγίας ενός κόμματος στους απογόνους των βουλευτών - αρχηγών των κομμάτων αντίστοιχα. Ένα πολίτευμα που δημιουργεί (ή έστω επιτρέπει - ανέχεται να δημιουργούνται) κοινωνικές διαστρωματώσεις δεν είναι δημοκρατία.
Μήπως πρέπει να κάνουμε όλοι μία παύση από τους έντονους ρυθμούς της ζωής μας και να κάνουμε μια ενδοσκόπηση; Να συνειδητοποιήσουμε πόσο λάθος είναι η ζωή μας, η κοσμοθεωρία μας, οι νοοτροπίες μας, οι επιδιώξεις μας; Να συνειδητοποιήσουμε ότι εμείς οι ίδιοι διαμορφώνουμε την κοινωνία και τον κόσμο και εφ' όσον πιστεύουμε ότι ο κόσμος είναι λάθος να αποδεχτούμε ότι είμαστε λάθος κι εμείς, επιπρόσθετα δε, να πιστέψουμε ότι μπορούμε να επέμβουμε στα κακως κείμενα και να ενεργοποιηθούμε;
Αφού λοιπόν μπούμε στη διαδικασία της ενδοσκόπισης και της συνειδητοποίησης των κριμάτων - λαθών μας, πρέπει να ακολουθήσει η διαδικασία της δημόσιας εξομολόγησης αυτών (όπως γινόταν τις πρώτες χριστιανικές κοινωνίες). Όταν δε αναφέρομαι σε εξομολόγηση, ομιλώ μεταφορικά και δεν απαιτώ την ύπαρξη παπά και περιτραχηλίου, αλλά εννοώ αποδοχή και εξαγόρευση των λαθών μας σε επίπεδο κοινωνίας. Μετά την εξομολόγηση τέλος, θα έρθει η ώρα της αναγέννησης - ανάστασης της κοινωνίας μας και η μη επανάληψη των ιδίων σφαλμάτων που την έχει φέρει στις μέρες μας σε πολλά αδιέξοδα (αυτό το τελευταίο μου θυμίζει "επανίδρυση του κράτους" και με φοβίζει)...
Είμαι ιδιαίτερα απαισιόδοξος, μα όσο ζω ελπίζω.